Απόσπασμα απο το δεύτερο βιβλίο της Ζωής Συμεωνίδη "Σκοτεινά Ενδύματα"

Πόντος και Κρήτη 

« Θυμάμαι που λέτε φίλοι μου, πριν αρκετά χρόνια σε μια περιπλάνηση μου στο χωριό, εκεί που χάζευα τον κόσμο, να έχω τις καλές κυρίες να με καλημερίζουν και να με δίνουν λίγο τροφή και παιδιά να τρέχουν από εδώ και από εκεί χαρούμενα, θυμάμαι επίσης τον κόσμο που ήταν έξω και μιλούσε με φίλους και συγγενείς για διάφορα πράγματα, τον τότε μικρό Κλεάνθη να πουλάει εφημερίδες στον κόσμο και κάποιοι του χάιδευαν το κεφάλι, θυμάμαι επίσης κόσμο να χορεύει να και τραγουδάει και να παίζει μουσική.

Όπως θα ξέρετε εμείς στο χωριό μας έχουμε μια γιορτή κάθε χρόνο μεταξύ Ποντίων και Κρητικών που καθένας θα φέρνει φαγητά από την ποντιακή και την κρητική κουζίνα, όμως αυτοί όσα και αν είχαν διαφορετικά είχαν περισσότερα κοινά, οι λύρες πήγαιναν και ερχόντουσαν από παντού, ωστόσο ερχόντουσαν και άλλοι άνθρωποι από άλλα μέρη να γλεντήσουν μαζί τους.

Εγώ θυμάμαι πήγαινα κάποια χρόνια και τους βοηθούσα χωρίς να γίνω το κέντρο της προσοχής, όσες πλάκες και αν έκανα, δεν ήθελα να τους τα χαλάσω όλα, μα εκείνοι έλεγαν πως όχι μόνο δεν την χαλάω αλλά πώς την κάνω ακόμα καλύτερα και αυτό ήταν κάτι που με συγκινούσε πολύ, με έκανε πολύ χαρούμενο εκείνη την ημέρα όταν το αυτό. »

« Απόστολε μήπως ξέφυγες λίγο από το αρχικό μας θέμα; Γιατί για κάτι άλλο σε ρωτήσαμε...»

« Όχι, έχουν σημασία όλα αυτά που λέω, λοιπόν που είχα μείνει; Α ναι, εκεί λοιπόν όταν πήγαινα και βοηθούσα σε κάποια στιγμή, όταν τελειώναμε μου έδιναν για ανταμοιβή ότι περίσσευε και το έδινα στην μαμά μου, μου έκανε και πλάκα, πως τώρα εγώ ήμουν υπεύθυνος για το φαγητό του σπιτιού, εγώ γελούσα όταν μου τα έλεγε αυτά, αλλά από άλλη είχε και λιγάκι δίκιο θα έλεγα.

Στο μεταξύ όμως οι Κρητικοί είχαν και τις δικές τους βεντέτες, δηλαδή οικογένειες οι φυλές που είχαν συγκρούσεις για κάτι και ήθελαν εκδίκηση.

Πολλοί όμως ήταν αυτοί που δεν ήθελαν να μπλέξουν με αυτές όσο και αν τους έλεγαν οι άλλοι, ήταν άνθρωποι ήσυχοι χωρίς ίχνος για δίψα εκδίκησης.

Κάποια μέρα εγώ καθώς ήμουν εκεί γνώρισα δύο μουσικούς που έπαιζαν ο καθένας την δικιά του λύρα, μαγικές στιγμές θα ήθελα.

Σε κάποια στιγμή όμως, ίσως έκανα κάτι που δεν έπρεπε και με έσπρωξε και κυρία και βρέθηκα σαν σφαίρα μέσα σε ένα άλλο σπίτι καταϊ, το μυαλό μου ήταν μπερδεμένο και δεν ήξερα τι να κάνω, ήθελα να βγω έξω και να πετάξω και βρω την μαμά Δωροθέα που είχε αργήσει να έρθει, εκείνη δεν βοηθούσε αλλά θα ήταν πολλοί γνωστοί της εκεί.

Όταν κατάφερα να σηκωθώ τα δύο μου μάτια αντίκρισαν μια γιαγιά υπέροχη που την έλεγαν Μάρθα, αλλά εγώ εκείνη την στιγμή ήμουν φοβισμένος και δεν ήξερα πως να αντιδράσω..

« Πως μπήκες εσύ εδώ μέσα βρε γεράκι; Τι κάνεις στο πάτωμα; Μήπως θέλεις να σε σηκώσω; »

Η Μάρθα από ότι μου είπε αργότερα ήταν. Και Πόντια και Κρητικιά, μιλούσε σε μια διάλεκτο μεταξύ κρητικών και ποντιακών λέξεων, δεν μου ήταν δύσκολο να την καταλάβω όμως, καθότι εδώ που είμαι έχω μάθει να ακούω και της δύο διαλέκτους εξίσου καλά μου άρεσε αυτή η ποικιλία.

Η κυρία Μάρθα δεν ήταν καθόλου ας μου επιτραπεί η λέξη παράξενη, αντιθέτως ήταν μια πολύ γλυκιά κυρία που μόλις με είδε με πήρε αμέσως αγκαλιά, με είχε σαν να ήμουν ένα μικρό μωράκι στην αγκαλιά της...

« Τι είναι μικρό γεράκι, τι κοιτάς τόσο φοβισμένα; Μήπως τρόμαξες έτσι όπως βρέθηκες απότομα μέσα; Έλα τώρα πάει πέρασε, κάτσε εδώ, έχω λίγο φαγητό να σου δώσω, ορίστε πάρε λίγο φαγητό εδώ...»

« Απόστολε, τελικά δεν θα μας πεις για τον αγγειοπλάστη; Γιατί έχεις πιάσει πολύ κουβέντα για την γιορτή και λέω μήπως μπέρδεψες τις ιστορίες...»

« Όχι Σταμάτη μου, απλά εξιστορώ και κάποια πράγματα που έγιναν πριν τον γνωρίσω, έχουν πολύ ενδιαφέρον και θα έλεγα πως έχουν και λίγο γέλιο.

Λοιπόν που είχα μείνει; Α ναι, αφού με είχε δώσει φαγητό καλά καλά, με άφησε να καθίσω λίγο μαζί της, όταν ανακάλυψε ότι μιλάω τρόμαξε η γυναίκα και νόμιζε πως μου είχαν κάνει μαγεία, μα της εξήγησα πως δεν είμαι μαγεμένος, εκεί όμως για να μου κάνει κομπλιμέντα έλεγε πως μπορεί να μην ήμουν μαγεμένος αλλά ήμουν ένα μαγικό γεράκι, εγώ βέβαια γέλασα πολύ εκείνη την ώρα.

Η μάνα μου είχε μόλις έρθει στην γιορτή που όλοι χόρευαν και τραγουδούσαν, άλλοι πάλι μάλλον δεν είχαν φάει στα σπίτια τους και είχαν αποφασίσει να φάνε για τα καλά σε αυτή την μεγάλη γιορτή, η μάνα μου με έψαχνε παντού, ρώτησε σε κάθε γωνιά που ήμουν, με φώναζε συνέχεια να εγώ ήμουν απορροφημένος με την κουβέντα μου στο σπίτι της κυρία Μάρθας, εκείνη άκουγε αλλά εγώ δεν της είχα συστηθεί και έτσι δεν μου είπε κάτι, είχε αρχίσει η καημένη να απελπίζεται ότι με έχασε από προσώπου γης.

Επειδή όμως εκείνη συνέχισε να λέει το όνομα μου η Μάρθα γύρισε σε εμένα ακουμπώντας το χέρι της στο φτερό μου...

« Δεν μου λες πουλάκι μου, πως σε λένε; Γιατί ακούω κάτι φωνές έξω που δεν σταματάνε, μήπως φωνάζουν εσένα; »

« Με λένε Απόστολο και γεννήθηκα στην Τραπεζούντα, μα καλά ποιος να με φωνάζει; »

Τότε ο Απόστολος σταμάτησε να μιλάει για να ακούσει αν θα ξαναπεί κάνεις το όνομα του, ακολούθησαν κάποια λεπτά σιγής, ο Απόστολος ήταν έτοιμος και να μιλήσει για όταν ξαφνικά άκουσε μια αναστατωμένη φωνή να τον αναζητεί...

« Αυτή είναι η μαμά! Επιτέλους ήρθε και αυτή, άργησε που άργησε όμως η κακομοίρα έχει να ψάχνει και εμένα, μα τι κακό παιδί είμαι εγώ. Εδώ είμαι μαμά! »

Η Δωροθέα έτρεξε αμέσως προς την φωνή το Απόστολου, εκεί τον βρήκε να κάθεται πάνω στο τραπέζι της κυρίας Μάρθας, έτρεξε αμέσως κοντά του...

« Παλικάρι μου συγγνώμη που άργησα, κυρία Μάρθα δεν πιστεύω να σας ενόχλησε ο Απόστολος έτσι; »

« Όχι καθόλου κορίτσι μου, ήταν πολύ ήσυχος, ίσα ίσα που μου έκανε και παρέα, καθόμασταν και μιλούσαμε, ήμουν έτοιμη να έρθω στην γιορτή, θέλετε μήπως να πάμε όλοι μαζί; »

« Μα τι υπέροχη ιδέα σου, εσύ μάλλον είσαι η Δωροθέα, χαίρομαι που σε βλέπω, έχεις ένα υπέροχο γεράκι με πολύ καλή συμπεριφορά αλλά και λίγο ντροπαλό....»

« Αυτός είναι ικανός άμα του έρθει η όρεξη να τα διαλύσει όλα σε λίγο, αλλά σας ευχαριστούμε για τα καλά σας λόγια, βεβαίως και να πάμε μαζί στην γιορτή, με μεγάλη μου χαρά...»

Έτσι η μαμά μου και η κυρία Μάρθα πήγαν μαζί στην γιορτή, εκεί είναι που θα ανοίξω σιγά σιγά το δεύτερο μέρος αυτής της ιστορίας φίλοι μου, για την ώρα όμως, ας καθίσουμε λίγο να ηρεμήσουμε και μέρα να συνεχίσουμε; »

Zoe Szymon η τέχνη στη ζωή

Σχόλια